- μετακερκάριο
- τοζωολ. προνύμφη τών τρηματωδών σκωλήκων, η οποία προκύπτει από την εγκύστωση τού κερκαρίου που βγήκε από τον ενδιάμεσο ξενιστή και προσκολλήθηκε σε ένα υδρόβιο φυτό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. metacentre. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη].
Dictionary of Greek. 2013.